- ὀρεωκόμος
- ὀρεωκόμοςmuleteermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ορεωκόμος — ὀρεωκόμος και ὀρειοκόμος και ὀρεοκόμος, ὁ (Α) αυτός που εκτρέφει ημιόνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρεύς, έως «ημίονος» + κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. ιππο κόμος. Το θεματικό φωνήεν ω τού τ. οφείλεται πιθ. σε επίδραση τής γεν. ὀρέως. Ο τ. όρεοκόμος… … Dictionary of Greek
ὀρεοκόμοι — ὀρεωκόμος muleteer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρεοκόμον — ὀρεωκόμος muleteer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρεοκόμος — ὀρεωκόμος muleteer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρεωκόμοι — ὀρεωκόμος muleteer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρεωκόμοις — ὀρεωκόμος muleteer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρεωκόμον — ὀρεωκόμος muleteer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρεωκόμου — ὀρεωκόμος muleteer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρεωκόμους — ὀρεωκόμος muleteer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρεωκόμων — ὀρεωκόμος muleteer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)